λάλων — λάλος talkative masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλάλων — ἄλαλος speechless masc/fem/neut gen pl ἀ̱λάλων , ἀλαλάω make dumb imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱λάλων , ἀλαλάω make dumb imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀλαλάω make dumb imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀλαλάω make dumb imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tsakonian language — language name=Tsakonian nativename=Τσακωνικά Tsakōniká familycolor=Indo European states=Greece region=Eastern Peloponnese around Mount Parnon speakers=300 2,000 fluent fam2=Greek fam3=Doric iso2=ine|iso3=tsdTsakonian, Tzakonian or Tsakonic (Greek … Wikipedia
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ … Dictionary of Greek
κεφαλαργώ — κεφαλαργῶ, έω (Α) (μτγν τ. αντί κεφαλαλγώ) προξενώ πονοκέφαλο σε κάποιον, ζαλίζω κάποιον («κεφαλαργεῑ ἐνοχλεῑ λαλῶν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλαργῶ, με ανομοίωση] … Dictionary of Greek
μύτις — μύτις, ἡ (ΑΜ) μύτη, ρύγχος αρχ. 1. το μέρος τών σπλάγχνων τών μαλακίων που αντιστοιχεί στο ήπαρ 2. μυττίς * 3. (κατά τον Ησύχ.) «μύτις ἰχθύς θήλεια, ἥτις ἄνευ ἄρρενος οὐ νέμεται καὶ ὁ ἐν[ν]εός καὶ ὁ μὴ λαλῶν καὶ ὁ πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκλελυμένος».… … Dictionary of Greek
πολύγελως — ὁ, ἡ, Α αυτός που γελά πολύ («σώφρονας... ἐκ πολυγέλων καὶ λάλων κατασκευάσαντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γέλως (πρβλ. φιλό γελως)] … Dictionary of Greek
ωτοκοπώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὠτοκοπεῑ κεφαλαλγεῑ, ἐνοχλεῑ λαλῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κοπῶ (< κόπος < κόπτω)] … Dictionary of Greek
ԽՕՍԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 0997 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c ա. Որպէս խօսօղ. λάλων loquens. ... *ոչ հաւատայի խօսելեացն առ իս. ՟Գ. Թագ. ՟Ժ. 7: *Զգոյշ ըացէք, գուցէ հրաժարիցէք ʼի խօսելեաց աստի. Ագաթ.: *Վնասեսցին նոքոք, որք ունիցին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)